Φυσιολογία του σιέλου
Φυσιολογία του σιέλου
Το σάλιο αποτελεί απαραίτητο σωματικό υγρό που η παρουσία του στη στοματική κοιλότητα δημιουργεί το αίσθημα της υγρασίας και λειότητας του στοματικού βλεννογόνου.
Η παραμικρή απουσία ή περιορισμός του στη στοματική κοιλότητα δημιουργεί δυσφορία και επηρεάζει την ψυχοσωματική ευεξία. Το σάλιο παράγεται από τις δύο παρωτίδες, τους δύο υπογνάθιους, τους δύο υπογλώσσιους και εκατοντάδες μικρούς σιελογόνους αδένες που είναι διάσπαρτοι στο στοματοφαρυγγικό βλεννογόνο.
Το σάλιο περιέχει κυρίως νερό και μικρές ποσότητες διαφόρων ουσιών, και ιχνοστοιχείων που συνεργαζόμενα εξασφαλίζουν την υγεία του στοματικού βλεννογόνου, των δοντιών και της στοματικής λειτουργίας.
1. Διευκολύνει τους μηχανισμούς του στόματος και του φάρυγγα που συμμετέχουν στην κατάποση, την αναπνοή και την ομιλία, διότι λειαίνει και καθαρίζει τη στοματική κοιλότητα.
2. Καθώς το σάλιο ρέει συνεχώς, χωρίς διακοπή, όλο το 24ωρο προστατεύει το στόμα και το λοιπό γαστρεντερικό σωλήνα από λοιμογόνα μικρόβια, διότι δρα καθαριστικά και λόγω της ενδογενούς βακτηριογόνου δράσης του. Το σάλιο περιέχει διάφορα πρωτεινικά συστατικά, όπως η λακτοφερίνη, η υπεροξειδάση, ιστατίνες, εκκριτική λευκοκυτταρική πρωτεάση, που διαθέτουν αντιικές, αντιβακτηριδιακές και αντιικές ιδιότητες [1].
3. Συμβάλλει στην έναρξη της προπέψης με την επεξεργασία του βλωμού της τροφής κατά τη μάσηση. Το σάλιο περιέχει τέτοια ρυθμιστικά χημικά συστήματα, τα οποία εξουδετερώνουν την οξύτητα των τροφών και των ποτών, εξασφαλίζοντας ένα ουδέτερο pH και προστατεύοντας τα δόντια από την τερηδόνα [2].
Το σάλιο περιέχει ιόντα ασβεστίου και φωσφόρου, που αναπληρώνουν τη βαθμιαία απώλεια αυτών των ιχνοστοιχείων από τα δόντια. Το σάλιο περιέχει κορτιζόλη, η έκκριση της οποίας εοηρεάζεται από το στρες, το μοναδικό αντίσωμα, την εκκριτική ανοσοσφαιρίνη IgA , που περιβάλλει πολλά στοματικά βακτηρίδια και έτσι αυτά γίνονται ανίκανα να προσκολληθούν στα δόντια [3].
Το σάλιο συμμετέχει στα αρχικά στάδια της πέψης των τροφών, καθώς η πέψη αρχίζει από το στόμα με τη βοήθεια των σιαλικών ενζύμων.
Η γεύση και η όσφρηση σχετίζονται στενά. Η αίσθηση της γεύσης επιτελείται με τις γευστικές θηλές, που διακρίνουν το αλμυρό, ξινό, γλυκό, πικρό, πικάντικο. Ο άνθρωπος μπορεί να αναγνωρίσει πάνω από 2,000-4,000 οσμές.
Πολλές διαταραχές της γεύσης είναι στην πραγματικότητα διαταραχές της όσφρησης.
Το σάλιο επηρεάζει την αίσθηση της γεύσης διότι χρησιμεύει ως διαλυτικό των γευστικών ουσιών και ως προστατευτικό των υποδοχέων της γεύσης.
Συνεπώς ο υποσιαλισμός οδηγεί στον περιορισμό της γεύσης, στην οποία οι συγκεντρώσεις του ψευδαργύρου και του σιδήρου παίζουν σημαντικό ρόλο. Επιπρόσθετα οι ελλείψεις του ψευδαργύρου και του σιδήρου μπορεί να περιορίσουν τη γεύση και την όσφρηση [4].
Οι άνθρωποι μπορούν να αντιμετωπίσουν τη ζωή και χωρίς σάλιο. Η απώλεια του σιέλου από τη στοματοφαρυγγική κοιλότητα δεν είναι μεν άμεσα απειλητική για τη ζωή των ανθρώπων, πλην όμως προκαλεί ποικίλες δυσχέρειες, κακή ποιότητα ζωής και απουσία ευεξίας.
Η φάση της πέψης που διεκπεραιώνεται στη στοματική κοιλότητα είναι οριακής σημασίας για τους ανθρώπους. Όμως ο σίελος είναι σημαντικός για την επεξεργασία της τροφής, ώστε να μπορέσει να μασηθεί, να καταποθεί και να τεθεί σε λειτουργία η αίσθηση της γεύσης.
Άνευ σιέλου, η ώρα των γευμάτων γίνεται προβληματική, δυσάρεστη και βάζει σε στρες τον πάσχοντα.
Το πολύπλοκο μείγμα των συστατικών του σιέλου παρέχει μια πολύ αποτελεσματική σειρά συστημάτων, που χρησιμεύουν στη λείανση και στην προστασία των μαλακών και σκληρών ιστών του στόματος.
Η εξασφάλιση της προστασίας των μαλακών ιστών του στόματος με τον σίελο εμποδίζει την ξηρότητα του βλεννογόνου, τη δημιουργία εξελκώσεων, και την επαφή με δυνητικά καρκινογόνα με τη βοήθεια της μουκίνης και των αντιπρωτεασών [5].
Ο σίελος ενισχύει τη δυνατότητα αποκατάστασης των τραυματισμένων μαλακών ιστών, περιορίζοντας το χρόνο πήξεως και επιταχύνοντας τη σύγκλειση των χειλέων του τραύματος.
Μια μεγάλη προστατευτική λειτουργία του σιέλου προκύπτει από τη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας ή του οικοσυστήματος της στοματικής κοιλότητας μέσω:
Α. Του καθαρισμού και του διαρκούς ξεπλύματος του στόματος.
Β. Τη συσσώρευση και την περιορισμένη πρόσφυση επί του βλεννογόνου του στόματος ιών, βακτηριδίων μυκήτων με ανοσολογικά και μη ανοσολογικά μέσα και
Γ. Την άμεση αντιβακτηριδιακή δραστηριότητα.
Ο σίελος με τα αντιμυκητιασικά και αντιικά συστήματα που διαθέτει, διατηρεί σταθερό το pH του στόματος, συμβάλλει στη ρύθμιση του pH της οδοντικής πλάκας και συμβάλλει στην ουδετεροποίηση των οξέων που μπορεί να φτάσουν στη στοματοφαρυγγική κοιλότητα με τη γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση από τον οισοφάγο.
Η ακεραιότητα των δοντιών συντηρείται από το σίελο και εξαρτάται από:
Α. Το μηχανικό καθαρισμό και την απομάκρυνση των υδατανθράκων από τις οδοντικές επιφάνειες.
Β. Την ωρίμανση και την αναμεταλλωση της αδαμαντίνης μετά την ανατολή των οδόντων
Ο σίελος δρα ως ασφαλές και δραστικό λειαντικό, διατηρώντας υγρό το βλεννογόνο του στοματοφάρυγγα και του λάρυγγα. Η πλήρης απουσία του σιέλου από το στόμα (ασιαλία) καθιστά δυσχερείς ή επώδυνες τις παραπάνω λειτουργίες.
H υποσιαλία είναι η ελαττωμένη παραγωγή και έκκριση σιέλου, η οποία μπορεί και αυτή να επηρεάσει τις φυσιολογικές λειτουργίες, οι οποίες απαιτούν τις σωστές ποσότητες σιέλου προκειμένου να ολοκληρωθούν [6].
Σε παθολογικές καταστάσεις που συνοδεύονται από ξηροστομία μπορεί να επηρεαστεί και η λειτουργία της γεύσης εξ αιτίας της ανεπάρκειας της σιελικής ροής, αφού παρεμποδίζεται η μεταφορά των ουσιών που ερεθίζουν τη γεύση προς τους γευστικούς κάλυκες .
Η δημιουργία ξηρού βλεννογόνου στο στόμα (ξηροστομία) είναι ένα συνηθισμένο σύμπτωμα, που σχετίζεται με ποιοτικές και ποσοτικές αλλαγές του σιέλου και αναφέρεται ως υπολειτουργία των σιελογόνων αδένων. Στην έντονη ξηροστομία αναγκάζεται η γλώσσα να κολλάει στην υπερώα. Σε πολλές περιπτώσεις η γλώσσα ξεκολλάει μόνο με τη βοήθεια του δακτύλου του ασθενούς.
Η χρόνια υπολειτουργία των σιελογόνων αδένων έχει κλινική σημασία διότι μπορεί να οδηγήσει σε δυσλειτουργία του στόματος, καταστροφή των δοντιών και λοιμώξεις του βλεννογόνου του στόματος [7].
Ο σίελος παίζει θεμελιώδη ρόλο στη διατήρηση της στοματικής υγιεινής. Η ξηροστομία μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια .
Εφόσον η ασιαλία επιμένει για μακρά περίοδο, πολύ σύντομα θα οδηγήσει στη δημιουργία στοματίτιδας, φαρυγγίτιδας, ξηροφωνίας και αργότερα επίσης λαρυγγίτιδας και σιαλαδενίτιδας. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να εξελιχθεί η ξηροστομία σε σηπτική κατάσταση .
Τα δόντια και τα ούλα υφίστανται σοβαρές βλάβες, όταν υπάρχει ξηροστομία. Τέλος, επειδή η ενζυματική δράση του σίελου είναι ανύπαρκτη επάνω στην υπό κατάποση τροφή, εκτός από την ξηρή οισοφαγίτιδα, δημιουργείται και σοβαρό πρόβλημα στην πέψη των τροφών.
Η δυσλειτουργία των σιελογόνων αδένων είναι βλαπτική για όλα τα ανατομικά μέρη της στοματικής κοιλότητας. Η ξηροστομία είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο στη γεροντική ηλικία, που οφείλεται σε αρκετές περιπτώσεις σε κάποια συστηματική νόσο (π.χ. διαβήτης, ή συνεπεία φαρμακευτικής παρενέργειας κάποιου φαρμάκου με το οποίο αντιμετωπίζεται η συστηματική νόσος, παρά στο γήρας, αυτό καθ’αυτό.
Στα άτομα που παραπονιούνται για ξηροστομία θα πρέπει να λαμβάνεται λεπτομερές ιστορικό, να γίνεται σιαλομετρία και προσεκτική κλινική εξέταση των μεγάλων σιελογόνων αδένων, των δοντιών και του στοματικού βλεννογόνου. Υπάρχουν πολλά φάρμακα που προκαλούν, ως ανεπιθύμητη ενέργεια, την ξηροστομία.
Οι ακτινοβολημένοι ασθενείς στην περιοχή της κεφαλής και του τραχήλου συνήθως υποφέρουν από μόνιμη ξηροστομία, η οποία έςναι συνδεδεμένη και με ξηρή οισοφαγίτιδα.
Η νόσος του Sjogren είναι μια συστηματική εξωκρινοπάθεια με μη αναστρέψιμη δυλειτουργία των σιελογόνων αδένων. Η νόσος του Sjogren μπορεί να συνοδεύεται από πολυάριθμες εκδηλώσεις από το γαστρεντερικό σύστημα, νόπως η δυσφαγία, παροδικά ελλείμματα της κατάποσης, δυκινησία του οισοφάγου, γαστρίτιδα, παγκρεατίτιδα και ηπατοπάθεια.
Η αντιμετώπιση της υπολειτουργίας των σιελογόνων αδένων, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, στοχεύει στη διατήρηση της υγείας των δοντιών και των ούλων, στην εξουδετέρωση της κακοσμίας του στόματος, τη διέγερση της ροής του σιέλου , τη διάγνωση και θεραπεία της χρόνιας στοματοφαρυγγικής μονιλίασης ή καντιντίασης, τη χρησιμοποίηση ενός αποτελεσματικού υποκατάστατου του σιέλου, όπως οι στοματικοί ψεκασμοί διαιθυλοκυτταρίνης.
Η διέγερση της έκκρισης σιέλου μπορεί να αυξηθεί με τη χορήγηση φαρμάκων από το στόμα, όπως οι παρασυμπαθομιμητικοί παράγοντες η πιλοκαρπίνηκαι σεβιμελίνη, των οποίων όμως αντενδείκνυται η χρήση σε άτομα με γλαύκωμα κλειστής γωνίας, ανεξέλεγκτο άσθμα και κύηση.
Τα φάρμακα αυτά μπορει να προκαλέσουν έντονη βραδυκαρδία και καρδιακό αποκλεισμό και άλλες παρενέργειες, όπως ιδρώτες, θερμό κοκκίνισμα προσώπου, επιδείνωση του άσθματος, θόλωση της οράσεως, ιδίως τη νύχτα [8].
Η ξηροστομία που προκαλείται μετά από λήψη φαρμάκων συνήθως είναι διορθώσιμη, τροποποιώντας τη θεραπεία του ασθενούς και χορηγώντας φάρμακα που προκαλούν μικρή ή ασήμαντη ξηροστομία [9, 10].
Βιβλιογραφία
1. Lourenço AG, Nakao C, Machado AA, Motta AC, Tonani L, Candido RC, Komesu MC. Lactoferrin, a Marker for Periodontal Disease. Curr HIV Res. 2013 Feb 11.
2. Su N, Marek CL, Ching V, Grushka M. Caries prevention for patients with dry mouth. J Can Dent Assoc. 2011;77:b85.
3. De Andrés-García S, Moya-Albiol L, González-Bono E. Salivary cortisol and immunoglobulin A: responses to stress as predictors of health complaints reported by caregivers of offspring with autistic spectrum disorder. Horm Behav. 2012 Sep;62(4):464-74. doi: 10.1016/j.yhbeh.2012.08.003. Epub 2012 Aug 15.
4. Vissink A, Jager-Wittenaar H, Visser A, Spijkervet FK, van Weissenbruch R, van Nieuw Amerongen A. Oral medicine 3. Anatomy, physiology and diagnostic considerations of taste and smell disorders. Ned Tijdschr Tandheelkd. 2013 Jan;120(1):34-9.
5. Sánchez G, Miozza V, Delgado A, Busch L. Relationship between salivary mucin or amylase and the periodontal status. Oral Dis. 2012 Nov 3. doi: 10.1111/odi.12039. [Epub ahead of print]
6. Slezák R, Berglová I, Krejsek J. Xerostomia, hyposialia, sicca syndrome--quantitative disturbances of the salivary flow rate.
Vnitr Lek. 2011 Apr;57(4):339-46.
7. Daniels TE. Evaluation, differential diagnosis, and treatment of xerostomia. J Rheumatol Suppl. 2000 Dec;61:6-10.
8. Nusair S, Rubinow A. The use of oral pilocarpine in xerostomia and Sjögren's syndrome. Semin Arthritis Rheum. 1999 Jun;28(6):360-7.
9. Valdez IH, Fox PC. Interactions of the salivary and gastrointestinal systems. II. Effects of salivary gland dysfunction on the gastrointestinal tract. Dig Dis. 1991;9(4):210-8.
10. Daniels TE. Evaluation, differential diagnosis, and treatment of xerostomia. J Rheumatol Suppl. 2000 Dec;61:6-10.